- σκεδιάζω
- βλ. σχεδιάζω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σκεδιάζω — Ν βλ. σχεδιάζω … Dictionary of Greek
σχεδιάζω — ΝΜΑ, και σκεδιάζω Ν [σχέδιος / σχέδιο] νεοελλ. 1. χαράζω σχέδιο, απεικονίζω ένα αντικείμενο κυρίως με μολύβι πάνω σε επίπεδη επιφάνεια, σχεδιαγραφώ 2. μτφ. προτίθεμαι, προγραμματίζω, έχω κατά νου να κάνω κάτι («σχεδιάζει να παντρευτεί») 3. φρ.… … Dictionary of Greek